- δάμνιππος
- ο (Α δάμνιππος, -ον)νεοελλ.νεαρός ιππέας ο οποίος καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη φορά οδηγούνται σε ιππασίααρχ.όποιος δαμάζει ίππους.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμν- τού ρ. δάμνημι «δαμάζω» + ίππος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάμνιππον — δάμνιππος horse taming masc/fem acc sg δάμνιππος horse taming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμνίππου — Δάμνιππος horse taming masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμνίππου — δάμνιππος horse taming masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμνίππων — Δάμνιππος horse taming masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμνίππων — δάμνιππος horse taming masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάμνιππον — Δάμνιππος horse taming masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek